- πουρεινίς
- πουρεινίς, ίδος, ἡ, [dialect] Boeot.,A = πυρηνίς, knob, Schwyzer 462B30 (Tanagra, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πουρεινίς — ίδος, ή, Α (βοιωτ. τ.) μικρός πυρήνας, μικρό κουκούτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βοιωτ. τ. αντί πυρηνίς (< πυρήν)] … Dictionary of Greek
πουρείνιον — τὸ, Α [πουρεινίς] υποκορ. τού πουρεινίς … Dictionary of Greek